- πλακόστρωτο
- το, Νδάπεδο, επιφάνεια στρωμένη με πλάκες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πλακόστρωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλακόστρωτο — το δάπεδο στρωμένο με πλάκες: Έπεσε από το μπαλκόνι στο πλακόστρωτο του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλακόστρωτος — η, ο, Ν 1. ο στρωμένος με πλάκες 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακόστρωτο βλ. πλακόστρωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
πλακόστρωση — η, Ν 1. τεχνολ. η επίστρωση μιας επιφάνειας, δαπέδου, τοίχου, πεζοδρομίου, δρόμου κ.λπ., με πλάκες από φυσικά υλικά, όπως ασβεστόλιθο, σχιστόλιθο, βασάλτη, πορφυρίτη κ.λπ., που έχουν λειανθεί στην ανώτερη επιφάνειά τους, είτε με πλάκες από μπετόν … Dictionary of Greek
Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek